Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Φυσιολογικά χαρακτηριστικά αθλητών ποδοσφαίρου

H φυσική κατάσταση αποτελεί έναν από τους καθοριστικότερους παράγοντες αγωνιστικής επιτυχίας στο ποδόσφαιρο (Ekblom 1986). Εξαιτίας του γεγονότος αυτού έχουν γίνει πολλές εργασίες με σκοπό τον καθορισμό των μεταβολικών απαιτήσεων που έχει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας (Ali and Farrally 1991, Ogushi et al. 1993, Rohde and Espersen 1988, Smith et al. 1993, Tumilty et al. 1988). Τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, οι διακυμάνσεις της καρδιακής συχνότητας και του γαλακτικού κατά τη διάρκεια του αγώνα, η αερόβια και αναερόβια ισχύς, η αλτική ικανότητα και η ευκινησία αποτελούν τις σημαντικότερες παραμέτρους τις oποίες, έχουν μελετήσει πολλοί ερευνητές (Bangsbo et al. 1991, Foehrenbach et al. 1991, Kindermann et al. 1993, Rohde και Espersen 1988, Sterker 1997, Tokmakidis et al. 1998).

Παλαιότερα ένας ποδοσφαιριστής κάλυπτε κατά τη διάρκεια του αγώνα γύρω στα 3-4 km (Palfai 1970, Wade 1962, Zelenka et al. 1967), ενώ σήμερα στη βιβλιογραφία συναντώνται τιμές μεταξύ 9-12 km (Bangsbo et al. 1991, Ekblom 1986, Gerisch et al. 1988, Weineck 1992). Η παραπάνω αύξηση που παρατηρείται με την πάροδο των χρόνων δε σχετίζεται μόνο με την απόσταση, αλλά αφορά και την ένταση του παιχνιδιού. Το ποσοστό των περιόδων χαμηλής έντασης και παθητικής αποκατάστασης στον αγώνα μειώνεται συνεχώς, ενώ αντίθετα αυξάνονται οι απαιτήσεις σε ταχύτητα καθώς και οι προσωπικές μονομαχίες για τον έλεγχο της μπάλας (Lottermann 1990). Για να φτάσει σήμερα ένας ποδοσφαιριστής στην επίτευξη υψηλών επιδόσεων απαιτείται εκτός των βασικων και η ανάπτυξη εξειδικευμένων ικανοτήτων φυσικής κατάστασης, όπως η ειδική αντοχή η ταχοδύναμη και η αντοχή στην ταχύτητα.
Σκοπός της ανοσκόπησης αυτής είναι να παρουσιάσει κυρίως τις βραχυπρόθεσμες και μακροχρόνιες φυσιολογικές προσαρμογές που παρατηρούνται σε ποδοσφαιριστές και να επισημάνει τα συστατικά της φυσικής κατάστασης που θεωρούνται ως τα πλέον καθοριστικά για την απόδοση. Απώτερος στόχος είναι να δοθεί το έναυσμα για μία νέα συλλογιστική σε θέματα προπονητικής ποδοσφαίρου, που θα βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στη βελτίωση της προπονητικής διαδικασίας.
Σωματικό βάρος και ύψος

Σωματικό βάρος και ύψος
Η συλλογή ανθρωπομετρικών στοιχείων από ένα μεγάλο δείγμα αθλητών μας βοηθά να αποκτήσουμε μία αντιπροσωπευτική εικόνα για το συγκεκριμένο άθλημα, ενώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις περιπτώσεις επιλογής νέων αθλητών. Σε επαγγελματίες Έλληνες ποδοσφαιριστές το σωματικό βάρος κυμαίνεται κατά μέσο όρο στα 74.85.5 kg και το ύψος στα 178.74.7 cm (Tokmakidis et al. 1986). Τα δεδομένα αυτά συμβαδίζουν με τα αντίστοιχα ποδοσφαιριστών ευρωπαϊκών χωρών (Kirkendal 1985, Matkovic et al. 1993, Nowacki and De Castro 1984, Smith et al. 1993, Vanfraechem and Tomas 1993, Withers et al. 1977) όχι όμως και με αυτά ποδοσφαιριστών της Iνδίας (βάρος: 61.65.9 kg, Bhanot 1988), της Τουρκίας (βάρος: 69.95.3 kg, Islegen and Akguen 1988) και του Hong-Kong (67.75.0 kg, Chin et al. 1992). Φαίνεται ότι οι ποδοσφαιριστές των χωρών αυτών είναι πιο αδύνατοι και πιο κοντοί σε σχέση με τους συναδέλφους τους, γεγονός που προφανώς οφείλεται σε φυλετικές διαφορές.
Μορφοσωματικές διαφορές όμως μπορεί να παρουσιαστούν και μεταξύ των διαφορετικών θέσεων των ποδοσφαιριστών. Έχει βρεθεί ότι οι τερματοφύλακες της εθνικής Γερμανίας ήταν σημαντικά πιο βαρείς και ελαφρώς πιο ψηλοί απ'ότι οι συμπαίκτες τους (Hollmann et al. 1982, Kindermann et al. 1993). Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν και σε τερματοφύλακες της εθνικής Ελλάδας (Tokmakidis et al. 1986), της Αγγλίας (Davis et al. 1992) και της Πορτογαλίας (Puga et al. 1993). Μετά τους τερματοφύλακες πιο βαρείς είναι οι αμυντικοί και οι επιθετικοί, ενώ φαίνεται ότι οι ποδοσφαιριστές της μεσαίας γραμμής είναι πιο αδύνατοι και πιο κοντοί σε σχέση με τους συμπαίκτες τους (Bangsbo et al. 1991). Το μεγαλύτερο ανάστημα που παρουσιάζουν οι τερματοφύλακες και οι αμυντικοί τους βοηθά στην εκπλήρωση συγκεκριμένων τεχνικο-τακτικών ενεργειών, οι οποίες απαιτούνται για τις συγκεκριμένες αγωνιστικές θέσεις. Σίγουρα πάντως το βάρος και το ύψος από μόνα τους δεν αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες απόδοσης, αν και υπάρχει η τάση επαγγελματίες ποδοσφαιριστές να είναι πιο αδύνατοι και ελαφρώς υψηλότεροι από συναδέλφους τους μικρότερων αγωνιστικών κατηγοριών (Ekblom 1994).


Σωματικό λίπος
Το ποσοστό σωματικού λίπους αποτελεί μία σημαντική παράμετρο, η οποία μπορεί να επηρεάσει την απόδοση. Ποδοσφαιριστές με υψηλό ποσοστό λίπους και άρα με επιπλέον σωματικό φορτίο δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν με επιτυχία στις απαιτήσεις του αγώνα ή της προπόνησης, όπου απαιτούνται συχνές οριζόντιες ή κάθετες μετακινήσεις του σώματος. Παλαιότερες εργασίες ανέφεραν ποσοστά λίπους γύρω στο 15-16% (Di Pampero et al. 1970, Withers et al. 1977), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη συστηματικής προπόνησης. Αντίθετα σε Άγγλους ποδοσφαιριστές μετρήθηκε ποσοστό λίπους 8.9% (Ramadan and Byrd 1987), το οποίο είναι συγκρίσιμο με αυτό Ελλήνων (9.2%, Tokmakidis et al. 1986) και ποδοσφαιριστών της εθνικής ομάδας της Γερμανίας (9.2%, Kindermann et al. 1993). Τα παραπάνω ποσοστά είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα για αγύμναστους άνδρες της ίδιας ηλικίας, οι οποίοι παρουσιάζουν ποσοστό λίπους γύρω στο 16%, ενώ είναι υψηλότερα από αυτά αθλητών μεγάλων αποστάσεων. Πάντως όσο ανεβαίνει το επίπεδο απόδοσης μειώνεται το ποσοστό σωματικού λίπους (Ekblom 1994). Αυτό πιστοποιήθηκε και με μετρήσεις του εργαστηρίου μας σε ποδοσφαιριστές διαφορετικών κατηγοριών.
Οι τερματοφύλακες διαθέτουν υψηλότερο ποσοστό λίπους απ' ό,τι οι συμπαίκτες τους (Davis et al. 1992, Kindermann et al. 1993, Ramadan and Byrd 1987). Αυτό εξηγείται μέσα από τις διαφορετικές επιβαρύνσεις που δέχονται στον αγώνα και στην προπόνηση. Άλλοι ερευνητές όμως δεν πιστοποίησαν τις παραπάνω διαφορές (Cohrance and Pyke 1976, Puga et al. 1993). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι παράγοντες όπως η μεθοδολογία και η χρονική στιγμή μέτρησης μπορεί να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματα υπολογισμού του ποσοστού λίπους και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν γίνεται σύγκριση διαφορετικών τιμών.

Καρδιακή συχνότητα ηρεμίας
Η καρδιακή συχνότητα ηρεμίας παρουσιάζει χαμηλότερες τιμές σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές σε σχέση με αγύμναστα άτομα και κυμαίνεται μεταξύ 48-52 b/min (Dickhuth et al. 1981, Raven et al. 1976, Reily 1979). Βραδυκαρδία έχει επίσης αναφερθεί σε Έλληνες ποδοσφαιριστές (Tokmakidis et al. 1986), σε ποδοσφαιριστές της Αλγερίας (Bricki et al. 1978), της Γαλλίας (Morand et al. 1978), της Γερμανίας και της Ελβετίας (Schmid et al. 1983) καθώς και της Ινδίας (Adhikari and Das 1993). Η βοαδυκαρδία αυτή μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη επίδράση του τόνου του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος και της μείωσης του ενδογενούς ρυθμού παραγωγής ερεθισμάτων από το φλεβόκομβο λόγω της συστηματικής προπόνησης (Dickhuth et al. 1981) και θεωρείται απολύτως φυσιολογική. Ήδη μετά από τέσσερις εβδομάδες εντατικής προπόνησης αντοχής μπορεί να επέλθουν οι προαναφερθείσες προσαρμογές (Ekblom et al. 1973, Winder et al. 1979).
Οι μέσες τιμές της καρδιακής συχνότητας κατά τη διάρκεια του αγώνα κυμαίνονται μεταξύ 160-175 b/min (Cohrane and Pyke 1976, Dickhuth et al. 1981). Στην πραγματικότητα το εύρος διακύμανσης της καρδιακής συχνότητας κατά τη διάρκεια του αγώνα είναι πολύ μεγάλο και εξαρτάται από
Καρδιακή συχνότητα κατά τη διάρκεια του αγώνα πολλούς παράγοντες όπως το επίπεδο φυσικής κατάστασης, η αγωνιστική θέση, η ένταση και η τακτική του αγώνα. Όσον αφορά τις τιμές της μέγιστης καρδιακής συχνότητας αυτές παρουσιάζουν μικρότερη διασπορά. Σε Άγγλους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές μετρήθηκαν τιμές 198 b/min (Reily 1979), 193 b/min σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές της Δανίας (Bangsbo and Mizuno 1988) και 189 b/min σε ποδοσφαιριστές της Ολλανδίας (Verstappen and Bovens 1989). Οι Puga et al. (1993), οι οποίοι θέλησαν να διαπιστώσουν διαφορές μεταξύ των θέσεων των ποδοσφαιριστών, κατέγραψαν τη χαμηλότερη μέγιστη καρδιακή συχνότητα στους κεντρικούς αμυντικούς (184 b/min) και τη μεγαλύτερη στους πλάγιους αμυντικούς (195 b/min). Το καρδιοαναπνευστικό στρες κατά τη διάρκεια του αγώνα είναι υψηλότερο απ' ό,τι στην προπόνηση. Σύμφωνα με τους Cohrane και Pyke (1976) κατά τη διάρκεια του αγώνα δραστηριοποιείται κατά μέσο όρο το 86% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας, ενώ κατά τη διάρκεια της προπόνησης το 71%. Με βάση τα παραπάνω στόχος των προπονητών θα πρέπει να είναι η διεξαγωγή των προπονήσεων σε συνθήκες που να πλησιάζουν όσο γίνεται περισσότερο στις απαιτήσεις του αγώνα.

Μορφολογικές προσαρμογές της καρδιάς
Ο όγκος της καρδιάς παρουσιάζεται αυξημένος σε άτομα που υποβάλλονται σε συστηματική αερόβια άσκηση, όπως είναι οι ποδηλάτες και οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Επίσης, σε ποδοσφαιριστές υψηλού επιπέδου έχουν μετρηθεί τιμές μεταξύ 13.5-15 ml/kg σώματος, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για απροπόνητα άτομα ειναι 11-12 ml/kg σώματος (Kindermann et al. 1993, Mader et al. 1976, Schmid et al. 1983). Οι Dickhuth et al. (1981), μετρώντας ποδοσφαιριστές διαφορετικών κατηγοριών, διαπίστωσαν ότι ο όγκος της καρδιάς αυξάνονταν αναλογικά με την αύξηση του προπονητικού επιπέδου. Επίσης οι Kindermann et al. (1993) μέτρησαν τον όγκο καρδιάς των ποδοσφαιριστών της εθνικής ομάδας της Γερμανίας στα 13.5 ± 1.0 ml/kg σώματος και διαπίστωσαν ότι ήταν χαμηλότερος από αυτόν των μαραθωνοδρόμων, υψηλότερος όμως από αθλητές χάντμπωλ και αθλητές 400 m. Υψηλές τιμές (13.3 ± 1.0 ml/kg σώματος) παρουσίασαν και νεαροί ποδοσφαιριστές (ηλικίας 15-17 ετών) της Κροατίας, οι οποίοι θεωρήθηκαν σε εξέλιξη ταλέντα (Jankovic et al. 1993). Μέσω της αύξησης του όγκου των καρδιακών κοιλοτήτων (ιδίως της αριστερής κοιλίας) τίθενται οι προϋποθέσεις για την αύξηση του όγκου παλμού (όγκος αίματος που εξωθείται σε κάθε συστολή), γεγονός που συνεπάγεται μια πιο οικονομική λειτουργία της καρδιάς (Schmid et al. 1983).

Αερόβια ικανότητα
Η αερόβια ικανότητα, ως η πιο αντιπροσωπευτική παράμετρος μιας καλής καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας, έχει εξεταστεί περισσότερο από κάθε άλλη φυσιολογική μεταβλητή στο ποδόσφαιρο. Ο προσδιορισμός της γίνεται με βάση τη μέτρηση της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου VO2max η οποία παρουσιάζει σε διάφορες έρευνες σχετικά μεγάλο εύρος τιμών (Πίνακας 1).

Η φύση του παιχνιδιού είναι τέτοια που απαιτεί από τον ποδοσφαιριστή μία διαρκή κινητικότητα. Σύμφωνα με τους Mayhew και Wenger (1985) σε ένα ποσοστό 2.3% του συνολικού χρόνου παιχνιδιού ένας ποδοσφαιριστής στέκεται, ενώ 46.4% του χρόνου καταναλώνεται για γρήγορο περπάτημα, 38% για χαλαρό τρέξιμο, 11.3% για γρήγορο τρέξιμο και εκκινήσεις και 2% για άλλες δραστηριότητες (βλέπε Yamanaka et al. 1988). Υψηλές τιμές για τη VO2max (65-67 ml/kg/min) έχουν μετρηθεί σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές της Σουηδίας (Ekblom 1994), ενώ οι υψηλότερες τιμές που έχουν αναφερθεί ποτέ αφορούσαν γερμανούς επαγγελματίες ποδοσφαιριστές (69.2 ± 7.2 ml/kg/min, Nowacki et al. 1988). Σύμφωνα με τους Bangsbo και Mizuno (1988) οι ποδοσφαιριστές παρουσιάζουν ομοιότητες σε κυτταρικό (ενζυμικό) επίπεδο με αθλητές μεγάλων αποστάσεων, γεγονός που φαίνεται και από τις υψηλές τιμές της VO2max (66 ml/kg/min) και υπερτερούν σε σχέση με αθλητές άλλων ομαδικών αθλημάτων όπως χειροσφαίριση, πετοσφαίριση και καλαθοσφαίριση (Hollmann and Hettinger 1990).

Από την άλλη μεριά υπάρχουν εργασίες, στις οποίες δεν αναφέρονται ιδιαίτερα υψηλές τιμές για τη VO2max (Roi et al. 1993, Vanfraechem and Tomas 1993). Οι Matkovic et al. (1993), οι οποίοι εξέτασαν στο δαπεδοεργόμετρο 44 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές της Κροατίας βρήκαν ότι η VO2max ήταν κατά μέσο όρο 52.07±10.71 ml/kg/min και απέδωσαν τις χαμηλές αυτές τιμές στο γεγονός ότι οι προπονητές τους προτιμούν να δουλεύουν περισσότερο με τη μπάλα παρά να προπονούν εξειδικευμένα τη φυσική κατάσταση. Πάντως υπάρχουν και αντιλήψεις που υποστηρίζουν ότι η υπέρμετρη ανάπτυξη της αερόβιας ικανότητας θα πρέπει να αποφεύγεται γιατί μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην ταχύτητα, στην τεχνική καθώς και σε άλλες εξειδικευμένες ικανότητες (Foehrenbach et al. 1991).
Επαγγελματίες ποδοσφαιριστές διαθέτουν καλύτερη αερόβια ικανότητα σε σχέση με ποδοσφαιριστές χαμηλότερου επιπέδου (Davis el al. 1992, Islegen 1987) αν και υπάρχουν εργασίες, στις οποίες αναφέρονται υψηλές τιμές VO2max για ερασιτέχνες (Faina et al. 1988). Ο Apor (1988) μετρώντας τις πρωτοπόρες ομάδες της 1ης κατηγορίας της Ουγγαρίας διαπίστωσε ότι η τιμή της VO2max ήταν ανάλογη της βαθμολογικής τους κατάταξης. Οι μέσες τιμές για τις ομάδες αυτές ήταν μεταξύ 58-63 ml/kg/min. Σε μετρήσεις του εργαστηρίου μας δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά την αερόβια ικανότητα μεταξύ ποδοσφαιριστών διαφορετικού επιπέδου (Πίνακας 2).


Εξαιτίας των διαφορετικών ερεθισμάτων που δέχονται στην προπόνηση και τον αγώνα, οι ποδοσφαιριστές της μεσαίας γραμμής ενδέχεται να παρουσιάσουν υψηλότερες τιμές VO2max σε σχέση με τους συμπαίκτες τους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές της Φινλανδίας (Rahkila & Luhtanen 1991), της Αγγλίας (Davis et al. 1992) και της Ιταλίας (Chatard et al. 1991). Χαμηλές τιμές παρουσιάζουν επίσης και οι τερματοφύλακες συγκρινόμενοι με ποδοσφαιριστές διαφορετικών θέσεων (Kindermann et al. 1993, Puga et al. 1993).

Ο υπολογισμός της αερόβιας ικανότητας ποδοσφαιριστών μπορεί να γίνει και έμμεσα στον αγωνιστικό χώρο με μία ιδιότυπη μεθοδολογία (Gerisch et al. 1992, Kindermann el al. 1993). Πρόκειται για μία προοδευτικά αυξανόμενη, πολυσταδιακή διαδικασία τρεξίματος όπου οι ποδοσφαιριστές καλύπτουν μία προκαθορισμένη απόσταση (συνήθως 400 m) σε τακτά διαστήματα (κάθε 50 m) της οποίας τοποθετούνται ευδιάκριτα σημεία (κώνοι). Η αρχική ταχύτητα ορίζεται στα 2,8 m/s και αυξάνεται κάθε 5 min κατά 0,4 m/s. O έλεγχος της έντασης γίνετε μέσω ακουστικού σήματος. Στο τέλος κάθε σταδίου γίνονται αιματοληψίες για τον καθορισμό των επιπέδων του γαλακτικού καθώς και καταγραφή της καρδιακής συχνότητας. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να προσδιοριστεί το αναερόβιο κατώφλι των 4mmol και να καθοριστούν με ακρίβεια οι κατάλληλες ζώνες έντασης για την προπόνηση αντοχής.

Ισχύς και αλτική ικανότητα
Σύμφωνα με τον Apor (1988) οι ποδοσφαιριστές διαθέτουν μεγαλύτερη αναερόβια ισχύ απ' ό,τι οι αθλητές καλαθοσφαίρισης και πετοσφαίρισης, ενώ υπερτερούν σημαντικά σε σχέση με δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Υψηλές τιμές σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές μετρήθηκαν στο Wingate test (13.5-15.0 W/kg σωματικού βάρους), (Barthelemy et al. 1992, Bergh and Ekblom 1979). Οι ποδοσφαιριστές παρουσιάζουν επίσης υψηλότερες τιμές στο κάθετο άλμα συγκρινόμενοι με αθλητές άλλων ομαδικών αθλημάτων με εξαίρεση τους αθλητές της πετοσφαίρισης (Kirkendal 1985). Η αλτική ικανότητα ποδοσφαιριστών κυμαίνεται μεταξύ 48-58 cm όταν αυτή μετράται μέσω του κάθετου άλματος με ταλάντευση (Foehrenbach et al. 1991, Islegen and Akguen 1988, Mathur and Igbove 1983, Tumilty et al. 1988, Sebert et al. 1990). O Geese (1990) βρήκε θετική συσχέτιση μεταξύ του προπονητικού επιπέδου και του ύψους του κάθετου άλματος χωρίς ταλάντευση (αύξηση της αλτικότητας όσο ανέβαινε το αγωνιστικό επίπεδο) και θεωρεί τιμές μεγαλύτερες από 45 cm ικανοποιητικές για επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Ωστόσο σε Έλληνες ποδοσφαιριστές διαπιστώθηκαν χαμηλές τιμές για την αλτική ικανότητα 38.9 ±3.9 cm, (Πυλιανίδης και συνεργάτες 1996).

Σε σχέση με τις διαφορετικές θέσεις των ποδοσφαιριστών έχει βρεθεί ότι οι τερματοφύλακες και οι αμυντικοί παρουσιάζουν μεγαλύτερη αναερόβια ισχύ (Bhanot 1988, Rahkila and Luhtanen 1991, Ramadan and Byrd 1987). To γεγονός αυτό μπορεί να εξηγηθεί μέσα από τις διαφορετικές απαιτήσεις που έχει το παιχνίδι για κάθε θέση. Οι τερματοφύλακες και οι αμυντικοί πρέπει να επεμβαίνουν δυναμικά σε κάθε φάση και είναι αναγκασμένοι να δίνουν πολλές μονομαχίες με έντονα τα στοιχεία της ισχύος και της ταχυδύναμης, ενώ οι ποδοσφαιριστές της μεσαίας γραμμής συμμετέχουν σε αγωνιστικές καταστάσεις μεγαλύτερης διάρκειας γι'αυτό και αναφέρεται ότι υπερτερούν σε αερόβια ικανότητα. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο όμως με την εφαρμογή νέων τακτικών συστημάτων, όπου κυριαρχεί το στοιχείο της πίεσης σε όλους τους χώρους, απαιτείται ένα ικανοποιητικό επίπεδο ισχύος από τους ποδοσφαιριστές όλων των θέσεων.

Ταχύτητα
Με τη χρήση απλών δοκιμασιών στο γήπεδο μπορεί ο προπονητής εύκολα να συλλέξει πληροφορίες για την ικανότητα ταχύτητας. Οι αποστάσεις που συναντά κανείς στη βιβλιογραφία κυμαίνονται μεταξύ 10-40 m (Geese 1990, Heyden et al. 1988, Poel and Eisteld 1987, Theune-Meyer and Bisanz 1989). Τα τελευταία χρόνια όμως έχει αναπτυχθεί μία εξειδικευμένη μεθοδολογία μέτρησης της ικανότητας ταχύτητας (Gerisch et al. 1992, Kindermann et al. 1993) όπου: οι ποδοσφαιριστές εκτελούν 530 m με διάλειμμα 1 ή 2 min μεταξύ των επαναλήψεων, ενώ στο τέλος του κάθε σετ πραγματοποιούνται αιματοληψίες για τον καθορισμό του επιπέδου του γαλακτικού οξέος στο αίμα. Με τη χρήση φωτοκυττάρων μπορούν να καταγραφούν οι χρόνοι των 5, 10 και 30 m, οι οποίοι χρησιμεύουν για την αξιολόγηση επιμέρους παραμέτρων της ταχύτητας. Η εφαρμογή του παραπάνω πρωτοκόλλου σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές κατέδειξε χρόνους 1.65-1.71 και 3.98-4.17 sec για τα 10 και 30 m αντίστοιχα, ενώ τα επίπεδα γαλακτικού οξέος στο αίμα κυμάνθηκαν μεταξύ 6.3-9.98 mmol/l (Πίνακας 4).

Σε Έλληνες επαγγελματίες ποδοσφαιριστές μετρήθηκαν χρόνοι 1.71 s (10 m) και 4.17 s (30 m), ενώ η συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος ήταν 9.98 mmol/l (Tokmakidis et al. 1998). Οι υψηλού επιπέδου ποδοσφαιριστές παρουσιάζουν χαμηλούς χρόνους και μικρή συγκέντρωση γαλακτικού όταν αξιολογούνται με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία εξαιτίας του ότι έχουν αναπτύξει τον αγαλακτικό μηχανισμό παραγωγής ενέργειας. Επίσης έχει αποδειχτεί ότι μετά την πάροδο 6 εβδομάδων εξειδικευμένης προπόνησης ταχύτητας βελτιώθηκαν οι επιμέρους χρόνοι ταχύτητας, ενώ μειώθηκε η συγκέντρωση του γαλακτικού (Gerisch and Rutemoeller 1989).


Ευκινησία - ευλυγισία
Η ευκινησία των αρθρώσεων και η ευλυγισία των μυών θεωρούνται απαραίτητες ιδιότητες της φυσικής κατάστασης στο ποδόσφαιρο. Ένα καλό επίπεδο και των δύο επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη των άλλων φυσικών ιδιοτήτων όπως αντοχή, δύναμη, ταχύτητα (Weineck 1992), την εκμάθηση νέων τεχνικών στοιχείων και προστατεύει από ενδεχόμενους τραυματισμούς (Ekstrand et al. 1983), αποτελώντας έτσι προϋπόθεση για την επίτευξη υψηλών επιδόσεων.
Δυστυχώς όμως κατά την προπόνηση δε δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις παραπάνω ιδιότητες της φυσικής κατάστασης. Εξαιτίας της μονόπλευρης προπόνησης παρατηρούνται συχνά μυϊκές ανισορροπίες μεταξύ πρόσθιων και οπίσθιων μηριαίων, πρόσθιων και οπίσθιων μυών του κορμού (κοιλιακών και ραχιαίων), βράχυνση του λαγονοψοΐτη μυ, σύνδρομο υπερκόπωσης του γαστροκνήμιου καθώς και θλάσεις των προσαγωγών μυών των κάτω άκρων (Rupp & Kuppig 1995). Έχει βρεθεί ότι οι ποδοσφαιριστές, με εξαίρεση τους τερματοφύλακες, παρουσιάζουν χειρότερη αρθρική κινητικότητα σε σχέση με μη ποδοσφαιριστές (Oberg et al. 1984). Αυτό ίσως να οφείλεται στις περισσότερες ασκήσεις ευκινησίας που είθισται να εκτελούν οι τερματοφύλακες κατά τη διάρκεια της προπόνησης και ενισχύει την αναγκαιότητα για αύξηση της δοσολογίας των διατατικών και στους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές.

Οι Heiser et al. (1984) παρατήρησαν μία σημαντική μείωση των τραυματισμών στους οπίσθιους μηριαίους μετά την εφαρμογή ενός προπονητικού προγράμματος με σκοπό τη βελτίωση της σχέσης δύναμης μεταξύ πρόσθιων και οπίσθιων μηριαίων μυών. Μείωση των τραυματισμών σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές παρατηρήθηκε επίσης μετά την εκτέλεση ενός εξειδικευμένου προγράμματος διατατικών ασκήσεων (Auste 1988). Ο Geese (1990), αφού εξέτασε με τεστ ευκινησίας του Janda (πρόκειται για τεστ όπου με ειδικό γωνιόμετρο μετράται το εύρος κίνησης των αρθρώσεων) ποδοσφαιριστές όλων τον εθνικών κατηγοριών της Γερμανίας διαπίστωσε, ότι η ευκινησία βελτιωνόταν ανάλογα με το επίπεδο απόδοσης και απέδωσε τις διαφορές στο γεγονός ότι οι επαγγελματίες προπονητές έχουν συνειδητοποιήσει τη χρησιμότητα των διατατικών ασκήσεων τις οποίες εφαρμόζουν συστηματικά. Συγκρινόμενοι όμως οι παραπάνω ποδοσφαιριστές με αθλητές στίβου παρουσίασαν χαμηλότερη αρθρική κινητικότητα και μυϊκή ευλυγισία. Η εκτέλεση των διατατικών ασκήσεων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή (αφετηρία, σωστή τεχνική και έλεγχος της αναπνοής) και προϋποθέτει μια καλή γενική προθέρμανση. Η μυϊκή κόπωση αυξάνει την ευαισθησία των μυϊκών ατράκτων, επηρεάζοντας έτσι την ικανότητα διάτασης των μυών (Rupp & Kuppig 1995). Συνεπώς μετά από έντονη προπόνηση ή αγώνα οι διατατικές ασκήσεις συνιστάται να έχουν περιορισμένη διάρκεια και ένταση. Ο Schober και οι συνεργάτες του (1990) προτείνουν οτην περίπτωση αυτή την εκτέλεση διατατικών διάρκειας 10 sec για την καλύτερη απομάκρυνση των υποπροϊόντων του μεταβολισμού. Επίσης λόγω της μειωμένης κινητικότητας που υπάρχει το πρωί πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα οτην προθέρμανση και στις ασκήσεις ευκινησίας (Weineck 1992).

Συμπερασματικά, με βάση τα δεδομένα σχετικά με τις ανθρωπομετρικές μετρήσεις, τις καρδιοαναπνευστικές προσαρμογές, την αερόβια και αναερόβια ικανότητα (παραγωγή γαλακτικού, ισχύς και αλτική ικανότητα, ταχύτητα), την ευκινησία και την ευλυγισία, το ποδόσφαιρο είναι ένα σύνθετο άθλημα, το οποίο θέτει υψηλές απαιτήσεις στο σύνολο των συστατικών της φυσικής κατάστασης. Οι προπονητές οφείλουν να είναι γνώστες των απαιτήσεων αυτών έτσι ώστε με το προπονητικό επίπεδο και την ηλικία των ποδοσφαιριστών καθώς και την περίοδο προπονητικού προγραμματισμού να είναι σε θέση να οργανώνουν και να εκτελούν με επιτυχία το προπονητικό τους έργο.

Δημοσιεύθηκε από: KΩN/NO BOΛAKΛH, AΘANAΣIO KAΣAMΠAΛH και ΣABBA TOKMAKIΔH
Eργαστήριο Φυσικής Aγωγής και Άθλησης
Tμήμα Eπιστήμης Φυσικής Aγωγής και Aθλητισμού
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου